Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

на счёт - στο λογαριασμό

  • 1 зачёт

    α.
    1. καταχώρηση, εγγραφή στο λογαριασμό•

    произвести зачёт καταχωρώ.

    2. είδος εξέτασης των σπουδαστών, έλεγχος γνώσεων. || θετικός χαρακτηρισμός του ελέγχου,
    εκφρ.
    в зачёт – (ιταλ.) καταχωρημένος στο λογαριασμό•
    не в зачёт – μη καταχωρημένος στο λογαριασμό• εκτός λογαριασμού.

    Большой русско-греческий словарь > зачёт

  • 2 досчитать

    ρ.σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώνω τη μέτρηση• μετρώ ως.
    βρίσκω το λάθος λογαριάζοντας•

    долго я не мог досчитать пяти рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να βρω, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογαριασμό• επιτέλους βρήκα γιατί•

    я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογαριασμό δυο ρούβλια•

    (για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω•

    после столкновения не-лись нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα.

    Большой русско-греческий словарь > досчитать

  • 3 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 4 обсчёт

    α.
    απάτη στο λογαριασμό. || λάθος στο λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > обсчёт

  • 5 банк

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банк

  • 6 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 7 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 8 перевод

    1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφραση
    подстрочный - см. дословный -
    свободный - ελεύθερη -, η απόδοση
    5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφορά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод

  • 9 перечисление

    1. (чего-л. в определённой последовательности) η απαρίθμηση 2. (перевод) το έμβασμα (ταχυδρομικό ή τραπεζικό)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перечисление

  • 10 зачислить

    зачислить
    сов, зачислять несов
    1. (в счет платы и т. п.) περνάω (или βάζω) στό λογαριασμό, καταλογίζω·
    2. (вносить в список) καταχωρώ, ἐγγράφω / κατατάσσω (в армию):
    \зачислить в институ́т ἐγγράφω στό Ινστιτούτο· \зачислить в штат προσλαμβάνω στό προσωπικό.

    Русско-новогреческий словарь > зачислить

  • 11 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 12 начислить

    начислить
    сов, начислять несов
    1. (сумму) περνῶ στό λογαριασμόν, βάζω στό λογαριασμό, καταλογίζω·
    2. (к сумме) προσθέτω.

    Русско-новогреческий словарь > начислить

  • 13 обсчитать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсчитанный, βρ: -тан, -а, -о
    απατώ στο λογαριασμό.
    κάνω λάθος στο λογαρισμό.

    Большой русско-греческий словарь > обсчитать

  • 14 откинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    откинуть камни с дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο•

    откинуть на-зэ.д ρίχνω πίσω.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, αποποιούμαι, απαρνούμαι κάτι. || ξεπερνώ, υπερνικώ. || αφήνω, δε συμπεριλαβαίνω στο λογαριασμό, δε λογαριάζω. || μεταρρίπτω•

    откинуть макароны на дуршлаг αδειάζω τα μακαρόνια στο στραγγιστήρι.

    2. (στρατ.) ανατρέπω βγάζω από τις θέσεις, τα οχυρά.
    3. μετακινώ ανεβάζω ή κατεβάζω•

    откинуть крышку рояля σηκώνω το κάλυμμα του πιάνου•

    откинуть борт грузовика κατεβάζω το πλαϊνό του φορτηγού αυτοκίνητου.

    || μετακινώ απότομα, αναμερίζω•

    откинуть занавеску αναμερίζω το κουρτινάκι..

    (για κεφάλι, χέρια, πόδια) ρίχνω, γυρίζω, γέρνω προς τα πίσω.
    1. ανοίγω απότομα.
    2. γέρνω, κλίνω προς τα πίσω•

    он -лся, упираясь на ст-ну αυτός έγειρε προς τα πίσω, στηριζόμενος στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > откинуть

  • 15 платёж

    η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματος
    в иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ής
    наложенным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)
    невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж

  • 16 трансферт

    (перевод денежных сумм) (эк., фин.) η μεταβίβαση, η μεταγραφή, (бухг.) η μεταφορά (ποσού στο λογαριασμό)
    банковский - η τραπεζική μεταφορά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансферт

  • 17 засчитать

    засчитать
    сов, засчитывать несов βάζω στό λογαριασμό, ὑπολογίζω, περικλείω, συμπεριλαμβάνω, λαμβάνω ὑπ' ὀψιν.

    Русско-новогреческий словарь > засчитать

  • 18 начисление

    начисление
    с
    1. (действие) ὁ καταλογισμός, τό πέρασμα στό λογαριασμό·
    2. (начисленная сумма) τό πρόσθετο ποσό.

    Русско-новогреческий словарь > начисление

  • 19 обсчитать

    обсчитать
    сов, обсчитывать несов ἀπατώ, γελώ στό λογαριασμό.

    Русско-новогреческий словарь > обсчитать

  • 20 обсчитаться

    обсчитать||ся
    κάνω λάθος στό λογαριασμό.

    Русско-новогреческий словарь > обсчитаться

См. также в других словарях:

  • περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιάνω — έπιασα, πιάστηκα, πιασμένος 1. μτβ., κρατώ κάτι με το χέρι, αγγίζω: Πιάσε από το χέρι το παιδί. – Μην πιάνεις το σκυλί. 2. συλλαμβάνω, παγιδεύω: Πιάσανε το φτωχό να κλέβει. – Πιάστηκε ο λύκος στο δόκανο. 3. σταματώ, συναντώ: Πιάσε τον ίδιο τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπολογίζω — υπολόγισα, υπολογίστηκα, υπολογισμένος 1. λογαριάζω, αριθμώ και βρίσκω: Υπολογίζω το μισθό του σε χίλια ευρώ. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό: Υπολόγισα και τα έξοδα φαγητού. 3. μτφ., παίρνω υπόψη μου, θεωρώ σπουδαίο, δίνω σημασία σε κάτι: Μην τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»